- σακχαροποίηση
- [-ις (-εως)] η сахароварение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σακχαροποίηση — και ζαχαροποίηση, η, Ν ο μετασχηματισμός τών αμυλωδών ουσιών σε ζυμώσιμα σάκχαρα, υπό την επίδραση ενζύμων ή ανόργανων οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. saccharification, και … Dictionary of Greek
ζαχαροποίηση — η χημ. βλ. σακχαροποίηση … Dictionary of Greek
σάκχαρο- — Ν (χημ. βιοχ. ιατρ.) α συνθετικό λέξεων που υποδηλώνει ότι το δηλούμενο με το β συνθετικό περιέχει σάκχαρα ή έχει σχέση με τα σάκχαρα (πρβλ. σακχαροδέκτης, σακχαρομύκης, σακχαροποίηση, σακχαροδιαβήτης κ.ά.] … Dictionary of Greek
σακχαροποιήσιμος — η, ο, Ν αυτός που μπορεί να μετατραπεί σε ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
σακχαροποιητικός — ή, ό, Ν αυτός που μπορεί να προκαλέσει σακχαροποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακχαροποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
Βιλστέτερ, Ρίχαρντ — (Richard Willstätter, Καρλσρούη 1872 – Λοκάρνο 1942).Γερμανός χημικός. Σπούδασε χημεία στο Μόναχο, με καθηγητή τον Άντολφ φον Μπέγερ, και αργότερα δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, στο Ινστιτούτο Κάιζερ Γουλιέλμου του Βερολίνου και στο… … Dictionary of Greek